Διηγεῖται ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς: «κάποιος ἀδελφός, ἀφοῦ ἔμεινε κοντά μου καί μέ πολλή προσπάθεια καταρτίστηκε στό ἀγαθό τοῦ μοναχισμοῦ, διότι ἦταν καλομαθημένος καί εἶχε ἀνάγκη ἀπό πολλή φροντίδα καί κατανόηση, λόγω τῆς ἀδυναμίας του αὐτῆς, ἔλαβε ἀπό μένα τό μοναχικό σχήμα».
Τόν ἔκανε ὑπομονή ὁ Γέροντας καί τελικά κατάφερε καί ἔγινε μοναχός.
«Αὐτός λοιπόν μιά μέρα μοῦ λέει:
– Γέροντα, σέ ἀγαπῶ πάρα πολύ.
Ἐγώ τοῦ ἀπάντησα:
– Ἀκόμα δέν βρῆκα κάποιον νά μέ ἀγαπᾶ, ὅπως τόν ἀγαπῶ».
Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια. Αὐτό πού λέει ὁ Γέροντας εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἤξερε τί ἔλεγε.
«Τώρα μου λές σέ ἀγαπῶ καί σέ πιστεύω. Ἄν ὅμως συμβεῖ κάτι πού νά μή σοῦ ἀρέσει, δέν θά παραμείνεις ὁ ίδιος».
Κοιτάξτε πόσο ὄμορφα τοῦ μιλάει ὁ Γέροντας. Καί δεῖτε το καί στόν ἑαυτόν μας.
Λέμε:
– Ἀγαπῶ τόν τάδε.
– Ἄν αὐτός ὁ τάδε, ξαφνικά ἔρθει καί σέ βρίζει; Αρχίζει νά σέ κλέβει ἄς ποῦμε; Νά σέ ὑποσκάπτει; Νά λέει λόγια ἐναντίον σου, θά παραμείνεις σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη πού λές ὅτι ἔχεις γι’ αὐτόν ἤ θά ἀλλάξεις καί ἐσύ;
Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας. «Κανέναν», λέει, «δέν βρῆκα πού νά μέ ἀγαπάει, ὅπως τόν ἀγαπῶ ἐγώ».
Τί ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας;
«Ὅ,τι καί νά μοῦ κάνει, ἐγώ θά συνεχίσω νά τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν κάποιον». Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8).
Βλέπετε σήμερα οἱ ἄνθρωποι, πού ἀγαπιῶνται τόσο πολύ, μέ τόσο σφοδρό ἔρωτα ἄς ποῦμε καί φτάνουν καί στόν γάμο καί μετά ἀπό λίγο, ἀπό μερικούς μῆνες, μερικά χρόνια.. τί ἔγινε;
Λέει, «χώρισαν»…!
– Ποῦ πῆγε αὐτή ἡ ἀγάπη;
Δέν ἦταν ἀληθινή ἀγάπη. Δέν ἦταν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἦταν ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἐμπαθής καί ἀνταποδοτική. Δηλαδή ἦταν μιά ἀγάπη πού ζητοῦσε καί τήν ἀγάπη τοῦ ἄλλου, τήν ἀνταπόδοση. Ἐνῶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη εἶναι μία ἀγάπη ἀνιδιοτελής, δέν ζητάει ἀνταπόδοση. Εἶναι ἡ ἀγάπη πού δέν ξεπέφτει ποτέ. Ἀλλά ἐπειδή δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη, γι’ αυτό οἱ ἄνθρωποι φτάνουν στόν χωρισμό καί στά διαζύγια και στα μαλώματα καί στούς σκοτωμούς. Ἐνῶ προηγουμένως ὑποτίθεται ὅτι εἴχανε μεγάλη ἀγάπη…
Ὁ Χριστός λοιπόν μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη τήν ἀνιδιοτελῆ, ἡ ὁποία δέν ξεπέφτει ποτέ. Ἀλλά γιά νά φτάσεις σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη, πρέπει νά εἶσαι μέσα στην Ἐκκλησία, νά ζεῖς μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχεις ἐνεργό μέσα σου τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο ἀγαπάει καί τούς εχθρούς.
Μπορεῖ ἡ γυναίκα σου, ή σύζυγός σου, αὔριο νά σέ μισήσει. Ἐσύ ὁ ἄντρας, ὡς σύζυγός της, ὀφείλεις νά τήν ἀγαπᾶς, ἄν εἶσαι Χριστιανός. Να μήν τή μισήσεις, νά μήν τῆς πεῖς:
– Ἄντε ἀπό δῶ… φύγε ἀπό δῶ!…
Ἀλλοίμονο! Τότε δέν εἶσαι Χριστιανός καί ἀποδεικνύεις, ὅτι δέν τήν ἀγαποῦσες πραγματικά. Τήν ἀγαποῦσες ἐμπαθῶς, ἀνθρώπινα, ἐπειδή καί αὐτή σέ ἀγαποῦσε, σοῦ ἔδινε κάποια πράγματα, σέ ἐξυπηρετοῦσε στα πάθη σου, ὁπότε σε βόλευε.
Ὅταν σταμάτησε νά σέ ὑπηρετεῖ καί σοῦ κάνει λίγο τή ζωή δύσκολη, σταματᾶς καί ἐσύ νά τήν ἀγαπᾶς. Αὐτή δέν εἶναι ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
Γι’ αὐτό ἔτσι πολύ ὡραῖα τοῦ λέει ὁ Γέροντας τοῦ ὑποτακτικοῦ του, «δέν βρῆκα ἄνθρωπο πού νά μέ ἀγαπάει, ὅπως τόν ἀγαπῶ».
(π. Σάββας ὁ Ἁγιορείτης)